- Κύθνος
- I
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 676 κάτ.) της Κύθνου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, 7 χλμ. Β του λιμανιού του Μέριχα. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Κυκλάδων.IIΝησί (99 τ. χλμ., 1.608 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στις δυτικές Κυκλάδες. Χωρίζεται από την Κέα με θαλάσσια λωρίδα πλάτους 5 ναυτικών μιλίων, ενώ βρίσκεται 8 ναυτικά μίλια Β από τη Σέριφο. Το νησί είναι άγονο και η υψηλότερη κορυφή του είναι ο Προφήτης Ηλίας (326 μ.). Στην Κ. υπάρχουν μόνο συκιές, λίγα αμπέλια και αμυγδαλιές, αλλά η κτηνοτροφία της είναι ικανοποιητική και το τυρί της ήταν φημισμένο από την αρχαιότητα. Το υπέδαφος του νησιού αποτελείται από κρυσταλλογενή πετρώματα, που περιέχουν σίδηρο, μόλυβδο και ψευδάργυρο. Στην Κ. υπάρχουν ιαματικές πηγές, που είναι κατάλληλες για χρόνιους ρευματισμούς, αρθρίτιδες, νευραλγίες, γυναικολογικές και καρδιακές παθήσεις καθώς και παιδικές αδενοπάθειες.Ιστορία. Πρώτοι κάτοικοι της Κ. υπήρξαν οι Δρύοπες, οι οποίοι έφτασαν από την Εύβοια με επικεφαλής τον Κύθνο και κατοίκησαν το νησί. Αργότερα το νησί αποτέλεσε αποικία των Ιώνων. Στην Κ. λατρεύονταν ο Απόλλων, η Αφροδίτη και η Αθηνά· μάλιστα σώζονται ορισμένα χάλκινα νομίσματα του 3ου αι. π.Χ., τα οποία απεικονίζουν το κεφάλι του Απόλλωνα ή της Αθηνάς, τσαμπί σταφυλιού και μέλισσα. Την περίοδο των Περσικών πολέμων οι Κύθνιοι βρίσκονταν σε περίοδο ακμής και προσέφεραν στον ελληνικό στόλο μια τριήρη και μια πεντηκόντορο. Άλλωστε, η Κ. αποτελούσε πρότυπο πολιτείας, με δίκαιους νόμους και καλή διοίκηση, την οποία μάλιστα εξήρε ο Αριστοτέλης στο βιβλίο του Περί της Κυθνίων πολιτείας. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο αποτελούσε τόπο εξορίας Ρωμαίων επισήμων. Επί φραγκοκρατίας, αρχικά κυριάρχησαν εκεί οι Σανούδοι (1207-1320), ύστερα ο οίκος των Καστέλι (1322-37) και έπειτα από αυτούς οι Γοζαδίνοι, οι οποίοι κατόρθωσαν να παρατείνουν την ηγεμονία τους και μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους (1537), αλλά με περιορισμένα δικαιώματα και φόρου υποτελείς στους Τούρκους έως το 1617. Κατά τη ρωσική κατοχή (1770-74) το νησί ελεγχόταν από έναν επίτροπο και τέσσερις συνδίκους, ενώ κατά την αποχώρησή τους, οι Ρώσοι αξιωματικοί πήραν μαζί τους πολλά αρχαιολογικά ευρήματα. Αναφέρεται ότι η Κ. κατοικήθηκε κατά τα έτη 1587-91 από Αλβανούς, οι οποίοι κατέλαβαν τις περιουσίες της φραγκικής επισκοπής· από την κατοχή αυτή δεν σώζεται σήμερα κανένα ίχνος, παρά μόνο ορισμένα αλβανικά τοπωνύμια. Με το πέρασμα του χρόνου οι καθολικοί κάτοικοι του νησιού αφομοιώθηκαν από τους ορθόδοξους. Το 1770 υπήρχαν στην Κ. μόνο 10-12 οικογένειες καθολικών· οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Γάλλοι, που εγκαταστάθηκαν στο νησί τον 17o αι. Το 1823 παρουσιάστηκε ξαφνικά πανώλη, η οποία αφάνισε το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Στην Επανάσταση του 1821 η Κ. εξεγέρθηκε μετά την είδηση του απαγχονισμού του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Επί Όθωνα, το 1862, εξορίστηκαν στην Κ. οι πολιτικοί αντίπαλοι του βασιλιά και της κυβέρνησής του, ενώ το νησί αποτέλεσε πεδίο μάχης μεταξύ στασιαστών και κυβερνητικών (βλ. λ. Κυθνιακά).Αρχαιολογία-μνημεία. Στο νησί διασώζονται αρκετές αρχαιότητες. Στις θέσεις Τούρλος του Κολωνιέλλου και Επισκοπή σώζονται λείψανα της αρχαίας πόλης και της ακρόπολής της. Η αρχαία αγορά φαίνεται ότι ήταν στο Βριοκαστράκι, δίπλα στη θάλασσα. Κοντά στο παλαιό λιμάνι σώζονται λείψανα υδραγωγείου, πιθανότατα της ρωμαϊκής εποχής. Σε απόσταση περίπου 4 χλμ., στα Δ της Μεσαριάς, σώζονται τα ερείπια νεκρόπολης, ενώ στα Β των ερειπίων της αρχαίας πόλης υπάρχουν λείψανα αρχαίου στρογγυλού πύργου. Στην ανατολική παραλία του νησιού και σε απόσταση περίπου 1 χλμ. από τον κόλπο της Αγίας Ειρήνης βρίσκεται ο λεγόμενος θόλος, δύο θολωτά διαμερίσματα σκαμμένα κατά το ήμισυ μέσα σε βράχο. Στο βορειότερο άκρο του νησιού σώζονται επίσης ερείπια παλαιού συνοικισμού, τα ονομαζόμενα Ελληνικά, αβέβαιης προέλευσης.
Μερική άποψη του λιμανιού Μέριχα στην Κύθνο.
Dictionary of Greek. 2013.